Το επίτευγμα της ψηφιακής ανάγνωσης της σχεδόν καμένης περγαμηνής από δέρμα ζώου χαρακτηρίσθηκε «σημαντική ανακάλυψη στο πεδίο της βιβλικής αρχαιολογίας»
Το αρχαίο και άκρως εύθραυστο εβραϊκό χειρόγραφο του Εν-Γκεντί, που χρονολογείται από τον 3ο ή 4ο αιώνα μ.Χ. και, όπως αποδείχθηκε, περιέχει το παλαιότερο αντίγραφο του Βιβλίου του Λευϊτικού της Παλαιάς Διαθήκης, «ανοίχτηκε» για πρώτη φορά χάρη στην ψηφιακή τεχνολογία, χωρίς να ξετυλιχτεί σε φυσική μορφή.
Το επίτευγμα της ψηφιακής ανάγνωσης της σχεδόν καμένης περγαμηνής από δέρμα ζώου χαρακτηρίσθηκε «σημαντική ανακάλυψη στο πεδίο της βιβλικής αρχαιολογίας». Οι ερευνητές από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, με επικεφαλής τον καθηγητή Μπρεντ Σιλς του Τμήματος Επιστήμης Υπολογιστών του Πανεπιστημίου του Κεντάκι, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Science Advances”.
Αν και το εν λόγω χειρόγραφο δεν είναι το αρχαιότερο εβραϊκό -αυτά είναι τα χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας από τον 3ο αιώνα π.Χ. έως τον 2ο μ.Χ., που είχαν βρεθεί στις σπηλιές του Κουμράν κατά τις δεκαετίες του ΄40 και του ΄50- θεωρείται πολύ σημαντικό. Είχε ανακαλυφθεί από αρχαιολόγους το 1970 σε μια συναγωγή στην όαση Εν-Γκεντί, στη δυτική όχθη της Νεκράς Θάλασσας, όπου κάποτε ζούσε μια αρχαία εβραϊκή κοινότητα.
Ό,τι έχει διασωθεί από αυτό μετά από μια καταστροφική πυρκαγιά του 6ου αιώνα, διατηρείται από την Υπηρεσία Αρχαιοτήτων του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, αλλά δεν είχε διαβαστεί έως τώρα, επειδή ήταν αδύνατο να το αγγίξει κανείς, χωρίς αυτό να διαλυθεί σε στάχτες.
Χάρη στην τεχνική της μικρο-υπολογιστικής τομογραφίας ακτίνων-Χ, οι ερευνητές κατάφεραν να ανιχνεύσουν τα ίχνη μετάλλου στο μελάνι της περγαμηνής και έτσι να δημιουργήσουν -με τη βοήθεια ειδικών αλγορίθμων- εικόνες τουλάχιστον 100 ξεχωριστών σελίδων και μάλιστα υψηλής ποιότητας από το κείμενο, το οποίο πλέον είναι αναγνώσιμο στο μεγαλύτερο μέρος του. Φαίνεται καθαρά ότι πρόκειται για τα δύο πρώτα κεφάλαια του Λευϊτικού.
Προτού ξετυλιχτεί ψηφιακά, οι ειδικοί νόμιζαν ότι επρόκειτο για χειρόγραφο της Τορά, αλλά τελικά αποδείχτηκε ότι το κείμενο αφορούσε το Λευϊτικό, το τρίτο βιβλίο της εβραϊκής Βίβλου. Αυτό το καθιστά το αρχαιότερο κείμενο της Πεντατεύχου που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Ορισμένοι θεωρούν μάλιστα πιθανό ότι είναι παλαιότερο και από τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας, χρονολογούμενο ίσως από τον πρώτο αιώνα μ.Χ.
Όπως και τα άλλα αρχαία εβραϊκά χειρόγραφα, περιέχει μόνο σύμφωνα και όχι φωνήεντα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν πολύ αργότερα στη γραφή. Η ομοιότητά του με το κατοπινό επίσημο Μασοριτικό κείμενο της εβραϊκής Βίβλου είναι πολύ μεγάλη (σχεδόν 100%), πράγμα που ενθουσίασε τους Εβραίους μελετητές.
Οι ερευνητές αισιοδοξούν ότι θα χρησιμοποιήσουν την ίδια μη επεμβατική τεχνολογία για να διαβάσουν και άλλα εύθραυστα αρχαία χειρόγραφα, που έως τώρα παραμένουν αδιάβαστα. Μεταξύ αυτών, είναι ορισμένα χειρογραφα της Νεκράς Θάλασσας, καθώς και ελληνο-ρωμαϊκά, ιδίως αυτά του Ερκολάνουμ (Ηρακλείου) κοντά στην Πομπηία, που διασώθηκαν μισοκαμένα μετά την έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ. Οι επιστήμονες διαβεβαίωσαν ότι του χρόνου η νέα τεχνολογία, που έχουν ονομάσει «ψηφιακό ξετύλιγμα», θα είναι διαθέσιμη σε κάθε ενδιαφερόμενο με τη μορφή ελεύθερου λογισμικού (το σχετικό λογισμικό λέγεται Volume Cartography).