– << Το 2016 με έκανε εκατομμυριούχο…>>
δήλωσε δακρυσμένος ο κος Ρούλης στα παιδιά του, όταν γύρισε σπίτι του κρατώντας στην αγκαλιά του , το θησαυρό που μόλις πριν λίγο η θεά τύχη και η συκιά στο περιβόλι του είχαν αποκαλύψει.
Ο αγρότης ΤΣΙΡΙΚΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ από το χωριό Ασίνη Ναυπλίου βρήκε στο χωράφι του , κρυμμένο θησαυρό που βρισκόταν επί εξήντα πέντε χρόνια θαμμένος στο έδαφος κάτω από μία συκιά η οποία τον φρόντιζε και τον σκέπαζε όλα αυτά τα χρόνια , με τα πεσμένα κάθε φορά κιτρινωπά φθινοπωρινά φύλλα της . Ο τυχερός αγρότης δηλώνει ευτυχής και δεν συγκρίνει την αξία του θησαυρού του , ούτε και με αυτή του τζακ ποτ (1.3 δις ) του Αμερικανικού τζόκερ. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους :
Ο κος Ρούλης τον τελευταίο καιρό ,από το πρωί μέχρι το βράδυ βρισκόταν κάθε μέρα στο μεγάλο περιβόλι του που βρισκόταν δίπλα ακριβώς από τον δημόσιο δρόμο Ναυπλίου – Δρεπάνου. Ο λόγος ήταν γιατί τα δένδρα του ήταν όλα φορτωμένα με κατακόκκινες ευωδιαστές κλημεντίνες , που τον περίμεναν να τις κόψει στο εμπόριο , όπως έκανε άλλωστε κάθε χρόνο τώρα.
Πολλές φορές ο κος Ρούλης από το περιβόλι του αυτό , όπως και όλοι οι υπόλοιποι αγρότες της περιοχής, είχαν κοινή τύχη, με αυτή του κυνηγού και του ψαρά . Δέκα φορές έχαναν τη σοδειά τους από τις καιρικές μεταβολές και μία κατάφερναν να τη διασώζουν , αλλά κι αυτή τους την έτρωγαν οι παραλήπτες και οι έμποροι φαντάσματα από τη βόρεια Ελλάδα, που δεν τους πλήρωναν ποτέ.
Φέτος ο κος Ρούλης είχε ξοδέψει και με το παραπάνω , όλα τα χρήματα που είχε πάρει από την προηγούμενη σοδειά, σε γεωπόνους, σε λιπάσματα, σε κλαδούχους ,σε εμβολιαστές σε εργάτες, σε ποτίσματα , σε οργώματα , σε ραντίσματα , σε οπεκεπέ , σε οσδε , προκειμένου να ετοιμάσει τα δένδρα του , για την επόμενη χρονιά. Και εκεί που τα δένδρα του κόντευαν να σπάσουν τα κλαδιά τους από το πολύ φορτίο τους και ο κος Ρούλης έτριβε τα χέρια του από χαρά , έκανε υπολογισμούς για το πώς θα ξόδευε τα χρήματα που θα του έδιναν οι κλημεντίνες του τις τελευταίες ημέρες γυρίζοντας μέσα στο δενδροπερίβολο , παρατήρησε σε μερικά δένδρα κάτι μαύρα στίγματα πάνω στα φύλλα τους . Αμέσως πήρε τα μέτρα του . Γέμισε το βυτίο του με πράσινο σαπούνι και νερό και ράντισε προσεκτικά τα δένδρα ένα προς ένα. Σε λίγες ημέρες δεν υπήρχε πουθενά ο αλευρώδης μύκητας , όπως επιστημονικά λέγεται η μαυρίλα αυτή .
Όμως ο κος Ρούλης δεν έμεινε μόνο στο ράντισμα. Θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα του , του μπάρμπα Νίκου του Γκιτζήρη , για τον λόγο τον οποίο το χωράφι αυτό , γέμιζε συχνά αυτή τη μαυρίλα – καπνιά. Δεν έχασε καθόλου χρόνο. Πήρε στο χέρι του το πριόνι , που το είχε πάντα κρυμμένο στα φυλλώματα μιας μανταρινιάς και κατευθύνθηκε προς το πηγάδι που ήταν στην άκρη του χωραφιού. Εκεί δίπλα από το μικρό σπιτάκι της πομόνας και της μηχανής που πότιζε το χωράφι , άρχισε να κόβει τη μεγάλη συκιά, από την οποία τα καλοκαίρια γέμιζε πολλά κοφίνια με σύκα και τα πήγαινε στο ξενοδοχείο τους το Assini Beach Hotel Tolo και την ταβέρνα του γιού του το Πέτρινο στο Τολό και τα προσέφερε ως δώρο στους πελάτες τους. Δεν είχε ακόμα τελειώσει το κόψιμο του κορμού της όταν σταμάτησε ξαφνικά και κοίταξε για τελευταία φορά το δένδρο με απορία , σα να το έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του .Γιατί δεν έπαιρνε μόνο τα σύκα από τη συκιά , αλλά εκεί , κάτω από αυτό το δένδρο αυτό είχε ριζωμένες μαζί του και τις πρώτες του αναμνήσεις , όταν παιδί έκανε τα πρώτα του βήματα και έπαιζε κάτω από τον ίσκιο του.
Όμως ο μπάρμπα Νίκος ο πατέρας του πάντα φώναζε ότι η συκιά έπρεπε να είχε κοπεί από τότε , αν δεν ήθελε το περιβόλι του να γεμίζει κάθε χρόνο με μαυρίλα όλα τα δένδρα του. Δεν δίστασε πλέον καθόλου . Σε λίγα λεπτά η τεράστια συκιά έπεσε με κρότο κάτω , ανάμεσα ευτυχώς στην αράδα ,το κενό που αφήνουν τα δένδρα μεταξύ σε ένα περιβόλι και όχι πάνω τους για να τα σπάσει. Όλη την υπόλοιπη ημέρα μέχρι τη δύση του ήλιου , μάζευε τα κομμάτια και τις κλάρες της συκιάς , φορτώνοντας έως εκεί πάνω το αγροτικό μαύρο Navarra του , που το είχε βάλει μέσα στο χωράφι του.
Την άλλη ημέρα με την ανατολή του ηλίου ο κος Ρούλης είχε βρεθεί πάλι στον τόπο του εγκλήματος. Γύριζε γύρω – γύρω από τον κομμένο κορμό της συκιάς . Περπατούσε πάνω στο πολύχρωμο χαλί που είχαν στρώσει τα φύλλα της συκιάς που όλα αυτά τα χρόνια το έστρωναν κάτω στο έδαφος, στο ίδιο πάντα σημείο του περιβολιού. Άναψε κι ένα τσιγάρο που το είχε καταχωνιασμένο , για μια ώρα ανάγκης όπως αυτή τώρα που του έφερνε παλιές θύμισες , στο μικρό τσεπάκι δίπλα στο πέτο του σακακιού του ,εκεί που έβαζε παλιά το μαντήλι όταν έγινε γαμπρός . Γιατί το κάπνισμα το είχε κόψει από χρόνια.
Τράβηξε δυο – τρεις βαθιές ρουφηξιές , στέλνοντας τον καπνό ψηλά στον ουρανό , όταν το πόδι του σκόνταψε σε κάτι σκληρό που βρέθηκε ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα και τον έκανε να χάσει την ισορροπία του.
Δε βλαστημούσε ποτέ ο κος Ρούλης , αλλά τώρα κρατώντας με τα χέρια του το πονεμένο του πόδι , παραλίγο να το κάνει, αλλά κρατήθηκε βγάζοντας μια μεγάλη κραυγή για να εκτονωθεί. Γύρισε το βλέμμα του με περιέργεια στο σημείο που είχε σκοντάψει. Όχι περισσότερο από φόβο δεν έβαλε τα χέρια του για να ψάξει κάτω από τα ξερά φύλλα , αλλά από θυμό πήρε την αξίνα που ήταν δίπλα στο λουρί της μηχανής του πηγαδιού και άρχισε να χτυπά δυνατά τα φύλλα και να σκάβει το χώμα από κάτω τους γύρω από τον κομμένο κορμό της συκιάς. Στο τρίτο χτύπημα η αξίνα του βρήκε πάνω σε κάτι σκληρό και ο ήχος του χτυπήματος της ήταν όπως χτυπάει σίδερο με σίδερο . Ώστε αυτό ήταν που παραλίγο να του σπάσει το πόδι. Έσκαψε γύρω-γύρω από το σημείο και καθάρισε από πάνω του τραβώντας τα φύλλα που ακόμα το σκέπαζαν.
Μια σιδερένια μύτη θαμμένη στο χώμα εξείχε από το έδαφος και έμοιαζε περισσότερο σαν πλώρη μικρού σιδερένιου καραβιού… ή γωνία ενός σιδερένιου μπαούλου .Το μυαλό του κου Ρούλη πήγε αμέσως στο προφανές , αυτό που κάθε άνθρωπος έχει πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του. Μπαούλο με θησαυρό .
Λες να στάθηκε τυχερός ; Θυμόταν κάτι ιστορίες με τους Γερμανούς στην κατοχή που του έλεγε η μάννα του η κυρά Τασία, όταν τον μάζευε τα μεσημέρια για να κοιμηθεί . Θυμόταν και τον πατέρα του, που πολλές φορές τον είχε δει να σκάβει γύρω από τη συκιά. Λες ο μπάρμπα Νίκος ο Γκιτζήρης, να του είχε αφήσει κάποιο μπαούλο με αγγλικές χρυσές λίρες από τους Άγγλους που είχαν κρύψει τότε στο καλύβι τους για να μην τους βρουν οι Γερμανοί ; Έσκαψε περισσότερο γύρω από το σιδερένιο αντικείμενο ώσπου αυτό αποκαλύφθηκε ολόκληρο . Ο κος Ρούλης έμεινε αποσβολωμένος και ακίνητος με την αξίνα στο χέρι κοιτάζοντάς το…
Εξήντα πέντε χρόνια έκανε ταξίδι στο χρόνο μέσα σε ένα δευτερόλεπτο… Είδε τον εαυτό του κάτω από τη συκιά , με κοντά παντελονάκια να σέρνει δεμένο με ένα σύρμα το αγαπημένο του αυτοκινητάκι φορτηγό … Αυτό που πάντα έκλεβε μέσα από την καλύβα τους… Αυτό που το φόρτωνε με χώμα και το τράβαγε όλη μέρα μέσα σε όλο το χωράφι και όταν τον έκαιγε η ζέστη του μεσημεριού κατασκήνωνε κάτω από τον ίσκιο της συκιάς και το φόρτωνε με το μαλακό χώμα του περιβολιού και το ξεφόρτωνε… Αυτό που του φώναζε κάθε ημέρα η μάννα του η κυρά Τασία , να της το γυρίσει πίσω στην καλύβα , γιατί είχε ανάψει τα κάρβουνα και ήθελε να κάνει τη δουλειά της γρήγορα πριν αυτά σβήσουν …
-<< Ρε Θοδωρή , φέρε γρήγορα το σίδερο ρε, θέλω να σιδερώσω…>>
Εκείνη τη στιγμή , θυμήθηκε ο κος Ρούλης , ότι μία ημέρα όταν τον φώναξε η μάννα του να πάει στην καλύβα το σίδερο , έφαγε πολύ ξύλο με μια βέργα από πορτοκαλιά στα πόδια του , γιατί είχε ξεχαστεί και δεν μπορούσε να θυμηθεί που είχε παρκάρει το φορτηγό του μέσα στο περιβόλι. Έψαξαν πάνω κάτω το χωράφι αμέτρητες φορές μα το σίδερο του σιδερώματος, δε βρέθηκε πουθενά. Το ξύλο συνεχίστηκε και το βράδυ όταν ο μπάρμπα Νίκος , αναγκάστηκε να πάει καβάλα στο το γαϊδούρι του, στο Χαϊντάρι και μάλιστα ασιδέρωτος.
Ένα δάκρυ κύλησε τότε από τα μάτια του . Έσκυψε και πήρε με προσοχή στα χέρια του το σίδερο , με το οποίο η μητέρα του σιδέρωνε τα ρούχα τους , γεμίζοντάς το με κάρβουνα κάθε φορά , με την ίδια προσοχή που θα έκανε αν σήκωνε και ένα σεντούκι, όχι μόνο με αγγλικές χρυσές λίρες, αλλά με αμύθητους θησαυρούς. .
Ο κος Ρούλης πράγματι μόλις είχε βρει έναν αμύθητο θησαυρό. Μια άγρια χαρά τότε τον πλημύρισε με μιας και ήταν έτοιμος να φωνάξει , όχι ότι είναι πάμπλουτος που είχε βρει τον θησαυρό , αλλά να φωνάξει στη μητέρα του την κυρά Τασία ,ότι επιτέλους βρήκε το σίδερο που είχε χάσει…
Όμως αν και άνοιξε το στόμα του να φωνάξει δεν βγήκε καμία φωνή , παρά μονάχα ένας ποταμός από καυτά δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια του , ποτίζοντας και ζεσταίνοντας το κρύο σίδερο που είχε βγάλει μέσα από το χώμα και τώρα το κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του . Ασυναίσθητα χωρίς να το καταλάβει ,έτρεξε όπως τότε , προς το μέρος του περιβολιού όπου ήταν η καλύβα τους .
Εκεί όμως δεν υπήρχε ούτε καλύβα , ούτε μπάρμπα Νίκος , ούτε η κυρά Τασία να τον περιμένουν . Με θλίψη κοίταζε τα ξερά αγριόχορτα που είχαν ριζώσει εκεί που πρώτα ήταν η καλύβα , το σπίτι του, η ζωή του …
Τότε κατάλαβε την αξία του θησαυρού που κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του όταν σκέφθηκε ότι μετά από εξήντα πέντε χρόνια , άγγιζε ένα αντικείμενο το οποίο είχε αγγίξει το άγιο χέρι της μητέρας του…
– << Το 2016 με έκανε δισεκατομμυριούχο παιδιά …>> Πηγή: newchannel.gr