Χορωδιακό σχήμα στον Ιερό Ναό του Αγίου Αναστασίου Ναυπλίου, με Εκκλησιαστικές μελωδίες αποτυπώνει τα Πάθη της Μεγάλης Εβδομάδας .Το μουσικό σχήμα «Βυζαντινοί και Παραδοσιακοί Αντίλαλοι» υπό τη διεύθυνση του Κωνσταντίνου Ρούτουλα μετέφερε του πιστούς του Ναού του Αγίου Αναστασίου σε ένα κλίμα κατάνυξης ακούγοντας τις βυζαντινές μελωδίες.
Τη Μεγάλη Δευτέρα στα χωριά τα σπίτια ασπρίζονται με ασβέστη οι αυλές βάφονται και φυτεύονται διάφορα λουλούδια. Σε κάποιες περιοχές, οι πιστοί συνήθιζαν να τρέφονται μόνο με ψωμί και νερό έως τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί, που λάμβαναν από την εκκλησία την Θεία Κοινωνία.
Την Μεγάλη Δευτέρα,στην Εκκλησία, κυριαρχούν δύο γεγονότα:
α) Η ζωή του Ιωσήφ του 11ου γιού του Πατριάρχη Ιακώβ, του ονομαζόμενου Παγκάλου, δηλαδή του ωραίου στο σώμα και τη ψυχή. Ο Ιωσήφ προεικονίζει με την περιπέτειά του (που πουλήθηκε σκλάβος στην Αίγυπτο) τον ίδιο τον Χριστό και το πάθος Του.
β) Το περιστατικό της άκαρπης συκιάς που ξέρανε ο Χριστός (Ματθ. 21, 18-22) και συμβολίζει την Συναγωγή των Εβραίων και γενικά την ζωή του Ισραηλιτικού λαού που ήταν ΑΚΑΡΠΟΙ από καλά έργα.
– Η ιστορία του Ιωσήφ είναι η εξής:
– Ο Ιωσήφ πουλήθηκε ως σκλάβος καθώς η ενάρετη ζωή του, «ενοχλούσε» τα μεγαλύτερα αδέρφια του. Ως σκλάβος λοιπόν, έφτασε στην Αίγυπτο. Εκεί αγοράστηκε από τον Πεντεφρή, ένα αυλικό του Φαραώ. Μην υποκύπτοντας όμως, στις ερωτικές επιθυμίες της γυναίκας του Πεντεφρή, συκοφαντήθηκε από την ίδια και φυλακίστηκε. Από την φυλακή βγήκε, όταν ερμήνεψε ένα όνειρο του Φαραώ, και μέσω αυτής της ερμηνείας έσωσε τους κατοίκους της Αιγύπτου από λιμό.
– Στην λειτουργία της Μεγάλης Δευτέρας, περιλαμβάνεται και η ιστορία της «Καταραθείσης και Ξηρανθείσης Συκής».Ο Χριστός περπατώντας στους δρόμους της Ιερουσαλήμ, την επομένη ημέρα της εισόδου του, είδε μια εύρωστη συκιά με παχύ φύλλωμα. Την πλησίασε με σκοπό να κόψει ένα σύκο. Η συκιά όμως δεν είχε καθόλου καρπούς. Τότε ο Ιησούς είπε απευθυνόμενος στο δέντρο: «Μηκέτι εκ σου καρπός γένηται εις τον αιώνα και εξηράνθη παραχρήμα η συκή» (Ματθ.21:19). Η συκιά την ίδια στιγμή ξεράθηκε. Γι’ αυτό λέγεται «Καταραθείσα», δηλαδή καταραμένη και «Ξηρανθείσα», δηλαδή ξεραμένη.