Δεκαετίες τώρα παρακολουθώ τον Λευτέρη Μυτιληναίο σε μεγάλες πίστες, αναψυκτήρια, κοσμικές ταβέρνες, σκληροπυρηνικά σκυλάδικα και μουσικές σκηνές, από τα ψηλά στα χαμηλά και τούμπαλιν.
Δεν είναι και λίγο για σαράντα περίπου χρόνια -από την εποχή των 45 στροφών μέχρι τα συμπιεσμένα mp3- να παραμένεις ο εαυτός σου: ένας αμετανόητος αισθηματίας, από τους τελευταίους ευγενείς σ’ έναν άσπλαχνο, σκληρό και άδικο κόσμο που αλλάζει με ανελέητη ταχύτητα και βαρβαρότητα.
Ο χρόνος φέρθηκε καλά στον Λευτέρη. Δεν ξέρω, όμως, αν ο Λευτέρης φέρθηκε το ίδιο καλά στον εαυτό του. Πάντα χαμηλού προφίλ, όπως ήταν και είναι, προφανώς τον αδίκησε. Η φωνή είναι πάντα εδώ. Αρκούντως πιο γοητευτική, με την πατίνα της ωριμότητας που της έδωσε το πέρασμα του χρόνου.
Έχει πάρει κάποια κιλά, αλλά αυτό ταιριάζει απόλυτα με το ειδικό βάρος του βετεράνου που απέκτησε μετά από τόσες δεκαετίες στη νύχτα. Οι πιο πολλοί άνθρωποι πλέον έχουν κάτι σκοτωμένο στα μάτια τους. Όχι, όμως, ο Λευτέρης Μυτιληναίος. Το βλέμμα του είναι ακόμα καθαρό και ξάστερο – δεν γνωρίζω πλέον και πολλούς ανθρώπους που μπορούν να σε κοιτάνε στα μάτια. Πίνει, πού και πού, ένα δάχτυλο ουίσκι, ίσα που να νομίζει ότι του ζεσταίνει τη φωνή.
Τραβάει και καμιά τζούρα, στη χάση και στη φέξη, κρατώντας ένα σβηστό τσιγάρο. Ποτέ του, άλλωστε, δεν γούσταρε τις καταχρήσεις. Μου τα χώνει στοργικά, όταν παραγγέλνω ήδη το τρίτο ποτό. «Βρε Νίκο μου, εγώ απλά να βρέχω τα χείλη μου και οι “δικοί μου” να κατεβάζουν το ένα μετά το άλλο»!
Κάποιοι νεότεροι μπορεί και να μη γνωρίζουν τον Λευτέρη Μυτιληναίο, σίγουρα, όμως, έχουν ακούσει τα τραγούδια του με τη φωνή του. «Αμφιβολίες» (τι ντεμπούτο, σε στίχους και μουσική του «τεράστιου» Μπιθικώτση), «Ποια είσαι εσύ;», «Γιατί μου τη θυμίσατε», «Λείπεις εσύ», «Αλίμονο», «Δεν είναι ίδιες οι καρδιές», «Μακάρι να πίστευε», «Τα Είδωλα» και το δικό μου πολυαγαπημένο
«Κομπάρσος της καρδιάς σου δεν θα γίνω» («δεν γίνεται, αγάπη μου, να μείνω / συγχώρα με που φεύγω, μα δεν φταίω»): τραγούδια που έχουν αποικήσει το υποσυνείδητο της νύχτας – από τα τρανζιστοράκια μέχρι το YouTube. Μελωδίες που έχεις ακούσει από ένα διερχόμενο ταξί, στα μεσαία των FM ή πίσω από ένα θαμπό τζάμι. Ρεφρέν που επέστρεψαν από το άγνωστο για να σε κάνουν να στυλωθείς στα πόδια σου.
Ή για να συντριβείς με πλήρη αξιοπρέπεια. Μπιθικώτσης, Ρεπάνης, Κατσαρός, Πυθαγόρας, Γκάτσος, Μούτσης, Άκης Πάνου, Χιώτης, Μητσάκης, Κατινιάρης, Σούκας και πόσοι ακόμη μου διαφεύγουν από τις εκλεκτικές συνεργασίες του Λευτέρη Μυτιληναίου. Παρακολουθώντας τον, ενίοτε, σε κάποια μαγαζιά Β’ και Γ’ διαλογής, νομίζω πως βλέπω έναν έκπτωτο πρίγκιπα σε εξορία.
Ο ίδιος θα προτιμούσε να παίζει σε μουσικές σκηνές. Δεν έχει άδικο. Το πέρασμά του, πριν από λίγους μήνες, από τον Μικρό Κεραμεικό, έχοντας δίπλα του μια αντάξια ορχήστρα, ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία. Μόνο που η μοίρα, το πεπρωμένο ή ο Θεός παίζουν πάντα περίεργα παιχνίδια και κάποιοι μπορεί και να είναι -άθελά τους- ταγμένοι σε μια μυστική υπαρξιακή αποστολή ως φωνές βοώντων εν τη ερήμω, ως προφήτες αυτού που έχει ήδη συμβεί και δεν κατάλαβε κανείς.
Κύριες και κύριοι, ένας σπουδαίος καλλιτέχνης, άνθρωπος και φίλος, ο Λευτέρης Μυτιληναίος: «Σπούδασα στον Πειραϊκό Σύνδεσμο, κλασικό τραγούδι και φωνητική. Με πήγε εκεί ένας θείος μου, ο αδελφός της μάνας μου. Έμαθα για την αναπνοή, πώς να ποστάρεις τη φωνή σου, τρόπους να μην κουράζεσαι, πότε να βγάλεις την κορόνα, πού να κόψεις. Να μη βιάζεις τα πράγματα, η μελωδία να τρέχει σαν το νερό, όπως το μέλι που πέφτει. Να σου χαϊδεύει τ’ αυτιά. Βέβαια, στον χώρο που δουλεύουμε εμείς, όπως ξέρεις, γίνεται παραποίηση. Πολλές φορές σπάνε και τα τύμπανα. Φεύγω από το μαγαζί και είμαι άρρωστος.
Τον Γιάννη τον Βογιατζή και τον Πολυμέρη τραγουδούσα πιτσιρικάς. Αγαπούσα τον Μαρούδα και τον Γούναρη. Είχα μεγάλη αδυναμία στη Βέμπο. Ήμουν δίπλα στην Καίτη Μπελίντα όταν πέθαινε – καλή μου φίλη. Η αδυναμία μου; Η Ελίζα Μαρέλι. Σπουδαία τραγουδίστρια, υπέροχη γυναίκα. Ποτέ δεν σκέφτηκα πως θα γίνω επαγγελματίας τραγουδιστής. Ο θείος μου φταίει! Διαγωνίστηκα στα ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη και πήρα το πρώτο βραβείο με τις ψήφους του κόσμου.
Κέρδισα και το βραβείο – το κουστούμι και τη σόμπα. Ο Οικονομίδης, μολονότι ήταν πολέμιος του λαϊκού τραγουδιού, εμένα με λάτρευε. Είχα φτάσει κάποια καλοκαίρια να τραγουδάω επί δύο συνεχόμενες εβδομάδες στο Άλσος. Με βοήθησε πάρα πολύ. Όπως και όλοι οι συνεργάτες μου. Δεν έχω παράπονο πως κάποιος με πολέμησε και όλα αυτά τα δήθεν. Το “κακό” είναι πως ξεκίνησα αστραπιαία, μπήκα στη δισκογραφία άβγαλτο αγόρι 21 χρόνων και μου ήρθε ταμπλάς. Δεν είχα συνειδητοποιήσει καν τι μου συνέβαινε και ήμουν ξαφνικά στα Δειλινά με τη Μοσχολιού και τον Κόκοτα και τις ευλογίες του Μπιθικώτση. Εκ των υστέρων κατάλαβα τι είχε ακριβώς συμβεί. Και ποιός, πλέον, είμαι. Αν είμαι ελαφρολαϊκός τραγουδιστής; Μάλλον είμαι μπάσταρδος!
Είμαι και από δω, είμαι και από κει, ισορροπώ ανάμεσα στο λαϊκό τραγούδι και το λεγόμενο ελαφρύ. Ρεμπέτης, όμως, ποτέ δεν ήμουν. Ούτε, βέβαια, βαρύ λαϊκό. Και δεν ήθελα να είμαι. Το μπουζούκι μου αρέσει να βγάζει αρμονικές νότες, όχι ήχο σκληρό και τραχύ, να μη σου σκοτώνει το αυτί. Είμαι της σχολής του Χιώτη. Πήγαινα σπίτι του, στην Κυψέλη, και κάναμε έξι μήνες πρόβα για να πω δυο τραγούδια του.
Ερωτικός τραγουδιστής; Σίγουρα ναι. Ρομαντικός; Δεν θα το έλεγα. Δεν είμαι τόσο αισιόδοξος για να είμαι ρομαντικός. Πάντα ήμουν με τους προδομένους και τους λυπημένους. Αισθηματίας; Αυτό σε κάποιους δεν ακούγεται και πολύ καλό. Σε θεωρούν βουτυρόπαιδο. Δεν καπνίζει, δεν πίνει, πώς μας το παίζει τώρα αυτός; Μας χαλάει και το σινάφι! Εμένα, όμως, μου αρέσει. Θέλω να εισπράττω τον σεβασμό και την εκτίμηση του άλλου. Πάντα έχω τον έλεγχο και δεν θ’ αφήσω κανέναν να με προσβάλει.
Τον σεβασμό, όμως, να ξέρεις, τον κερδίζεις. Δεν θα μπορούσα να γίνω ποτέ ρεζίλι, να σουρώνω και να βγαίνω τύφλα να τραγουδάω. Μπορώ να γίνω τύφλα με την παρέα μου και να με πάνε σηκωτό στο σπίτι, αλλά δεν θα το κάνω ποτέ στη δουλειά μου γιατί πρέπει να σέβεσαι τον κόσμο, τον κόσμο που σε ακολουθεί και σε πληρώνει. Δεν μπορείς να του γυρίζεις την πλάτη. Ο πελάτης μπορεί να παραφέρεται, ο καλλιτέχνης ποτέ. H νύχτα; Παραπαίει. Κοντεύει να γίνει μέρα.
Και αυτό δεν το λέω για καλό. Δεν υπάρχει πια καψούρα, ούτε ρομαντισμός. Επικράτησε ένας στυγνός ρεαλισμός. Δεν φταίνε, βέβαια, οι άνθρωποι. Όταν κάποιος δεν έχει λεφτά στην τσέπη του… Πώς να είσαι ρομαντικός, όταν έχεις άδειο στομάχι; Πώς να βολτάρεις στους δρόμους, όταν δεν έχεις να φας; Ο άνθρωπος ξέφυγε, τον ξέφυγαν- πέσ’ το όπως θες- από αυτό που έπρεπε να είναι. Και το λέω και στον εαυτό μου. Δεν βγάζω την ουρά μου απέξω. Άλλος ήταν ο προορισμός του και αλλού έχει πάει.
H γυναίκα είναι το 80% της ψυχικής, πνευματικής, σωματικής και οικονομικής ευτυχίας του άνδρα. Ό,τι κάνουμε, το κάνουμε για τη γυναίκα. Εγώ δεν έκανα τίποτα για τον εαυτό μου, το έκανα για τη γυναίκα, να της δείξω πως είμαι κάποιος ώστε να με δεχτεί.
Η γυναίκα δεν είναι μόνο το μυστήριο της ομορφιάς και η ανεξήγητη γοητεία. Έχει, εκτός από τεράστια ψυχικά αποθέματα, και τεράστια μυϊκή δύναμη, αφού αντέχει περισσότερο στον πόνο.
Είναι ρεαλίστρια, σκέφτεται πιο στρογγυλά, σφαιρικά, ενώ ο άντρας, δες εμένα, είναι… μπουνταλάς, επιπόλαιος και ισχυρογνώμων, πανάθεμά με! Αλλά κάθε άνθρωπος θέλει την ελευθερία του, ακόμα και αν κάνει λάθος. Είμαι άνθρωπος που παραδέχεται τα λάθη του. Μόνο έτσι μπορείς να προχωρήσεις.
Έχω κάνει πολλά σφάλματα στη ζωή μου. Το ξέρω. Και ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος. Ξέρεις, όμως, Νίκο; Αγαπάω τα λάθη μου. Μαθαίνω μέσα από αυτά. Και πάμε γι’ άλλα». Πηγή: www.lifo.gr – Newchannel.gr