ΑΣΠΑ…:!!!… Να σε ακούσω να με λες πάλι «μαμά»

3 days ago
712 Views

(Το παρόν άρθρο είναι βασισμένο σε αληθινά γεγονότα κι αποτελεί έναν φόρο τιμής στη μητέρα της Άσπας, τη κυρία Σπυριδούλα Φατούρου, που είναι μια καταπληκτική μαμά και ένας υπέροχος άνθρωπος. Το ilov.gr στέκεται δίπλα σε αυτήν και την κόρη της Άσπα με σεβασμό, αγάπη και ανθρωπιά και προσκαλούμε και τους αναγνώστες μας να βοηθήσουν με όποιον τρόπο μπορούν τον αγώνα που δίνουν τα δυο κορίτσια)
Ο χρόνος είχε παγώσει. Η ώρα είχε σταματήσει. Το χέρι μου έτρεμε, καθώς καλούσα το νούμερο της Άσπας. Δεν απαντούσε. Ήταν εκείνη, ήμουν σίγουρη με το που άκουσα τις τοπικές ειδήσεις.«Πυροβολισμός στην αγορά του Άργους, νεαρή κοπέλα τραυματίστηκε στο κεφάλι». Ήταν εκείνη, το ένιωθα. Το παιδί μου, το κοριτσάκι μου. Το σκότωσε…

Άκουγα τις σειρήνες, άκουγα φωνές, άκουγα και δεν άκουγα. Δε θυμάμαι για πότε βρέθηκα στο νοσοκομείο, στην Αθήνα, να πιάνω όποιον έβρισκα μπροστά μου και να ρωτάω αν το παιδί μου ζει. Όλοι μου έλεγαν «ναι», αλλά τα μάτια τους μου έδειχναν «όχι»… Δε με άφηναν να περάσω μέσα. «Ζει το παιδί μου; Σας παρακαλώ, μόνο αυτό πείτε μου», φώναζα πίσω από κλειστές πόρτες χειρουργείου. «Υπομονή», μου έλεγαν όλοι. Μπορείς να πεις σε ένα άγριο θηρίο να ηρεμήσει όταν υποφέρει;

Με άφησαν να τη δω, το επόμενο πρωί. «Τα κατάφερε», μου είπε ένας γιατρός. «Είναι ζωντανή». Μπήκα στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Αυτό που έβλεπα μπροστά μου, μου έκοψε τα πόδια. Όχι, δεν μπορούσε να είναι αυτό το κοριτσάκι μου. Την πλησίασα δειλά. Της χάιδεψα το χέρι. Έτρεμαν τα πόδια μου. «Ασπούλα, ξύπνα μωρό μου». Γιατί δεν ξυπνάει;

Δεν άφησα κανέναν να μπει, όσο ήμουν μαζί της. Με έπιασε το παράπονο. Έφταιγα που δε σεβάστηκα την επιθυμία της να μην πάει; Γιατί δεν την άκουσα; Αφού δεν ήθελε να πάει να δει τον πατέρα της. Ανησυχούσε κι η ίδια. Της δημιουργούσε προβλήματα, το ήξερα. Γι αυτό και τους είπα να βγουν έξω να φάνε. Τι μπορούσε να πάει στραβά έξω; Όχι, να πάει. Ήταν ο πατέρας της και είχε κάθε δικαίωμα να τη δει. Κι εκείνη, τον λάτρευε. Κι ας τον φοβόταν. Θα πήγαινε. «Φεύγω. Σ’αγαπώ. Και μη με μουρλάνεις στα μηνύματα ε», ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσα από το στόμα της.Αυτές οι λέξεις, αυτή η παιχνιδιάρικη φωνή, τριγυρνούσε στο μυαλό μου συνέχεια. Θα την ξανάκουγα άραγε;

Όσο ήμουν στο νοσοκομείο, έμαθα ότι ο πατέρας της είχε αυτοπυροβοληθεί στο κεφάλι. Δεν ένιωσα κάτι, στο άκουσμα αυτών των λέξεων. Το μόνο που με απασχολούσε ήταν το πώς θα περάσουν οι 72 κρίσιμες ώρες για το αγγελούδι μου. Κάπου μέσα στον πανικό αυτό, άκουσα έναν γιατρό να μιλάει για παράλυση από τον αυχένα και κάτω. Κάποιον άλλο να μιλάει για κώμα. Δεν ξέρω, δεν ξέρω, να ζήσει το παιδί μου μόνο με νοιάζει. Τίποτα άλλο…

Μέχρι που άνοιξε τα μάτια της. Δεν μπορούσε να εστιάσει, δεν μπορούσε να με δει, κι ας ήμουν δίπλα της. Δόξασα τον Θεό που ξύπνησε. Δεν μπορούσα να διανοηθώ τι με περίμενε από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα…

Στην αρχή, κρεμόμαστε όλοι πάνω από το βλέμμα της. Επικοινωνεί; Μας καταλαβαίνει; Δεν υπήρχε ανταπόκριση. Σιγά σιγά άρχισε να εστιάζει. Και τότε, έγινε το πρώτο θαύμα… Μου χαμογέλασε. Η ζωή μου απέκτησε πάλι χρώμα και νόημα. Με αναγνώριζε το παιδάκι μου, ήταν ακόμα εκεί. Ανάσα πάλι στα πνευμόνια μου. Είχε γίνει το θαύμα. Νικήσαμε στον πρώτο μας αγώνα, της επιβίωσης και ξεκινήσαμε έναν δεύτερο αγώνα, πιο μακρύ και δύσκολο, της αποκατάστασης.

Ατελείωτο το ταξίδι, ένα βήμα μπρος, δύο πίσω. Το κοριτσάκι μου, το αγγελούδι αυτό στα δεκαοκτώ του χρόνια βρέθηκε αντιμέτωπο με έναν άνισο αγώνα. Με το που έκανε μια πρόοδο, μια λοίμωξη ερχόταν να μας χτυπήσει την πόρτα και να μας κόψει τα φτερά. Πάλι καταστολή, πάλι από την αρχή. Ξανά και ξανά… Δεν το έβαζε κάτω όμως, ήταν μαχήτρια και δε θα άφηνε αυτό το πράγμα να τη ρίξει. Τη θαύμαζα.

Έλειπα ήδη σχεδόν δυο χρόνια από το σπίτι μου. Το κέντρο αποκατάστασης είχε γίνει το νέο μας σπιτικό. Οι γιατροί της, η νέα μας οικογένεια. Και το παλεύαμε. Μαζί. Πολλές φορές λύγισα, πολλές φορές απελπίστηκα, πολλές φορές ρώτησα «Γιατί;». Κι όταν την έβλεπα να περνάει όλον αυτόν τον Γολγοθά με τόση αξιοπρέπεια, σκούπιζα τα δάκρυά μου και έπαιρνα δύναμη. Τραγικό να δίνει δύναμη το παιδί στη μάνα, πόσο μάλλον όταν πονάει. Γιατί πονάει. Πολύ. Και δεν μπορεί να εκφράσει ούτε το πού πονάει, ούτε το πώς, ούτε το πόσο. Παρά μόνο έκλαιγε. Και σπάραζε. Και μαζί του σπάραζα κι εγώ. Ούτε μπορώ να μετρήσω πόσες φορές βρέθηκα πάνω από το προσκεφάλι της να την αποχαιρετώ, αλλά η Ασπασία μου δεν παρέδιδε τα όπλα. Ήταν ήρωας και μας το αποδείκνυε μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο.

Πέρασε ο καιρός και η πρόοδος άρχισε να γίνεται εμφανής. Ξεκίνησε να επικοινωνεί με τα μάτια, να τρώει ελαφριά, να αναπνέει μόνη της. Προσπαθούσε να κινηθεί, έστω κι αν δεν μπορούσε κι αυτό και μόνο μου έδινε ελπίδες. Ελπίδες ότι μια μέρα θα μπορέσει πάλι να σταθεί στα πόδια της και να χαρεί τη ζωή της. Έστω κι αν, γνωρίζοντας, ότι δε θα είναι ποτέ όπως πριν, ποτέ ξανά η ίδια Άσπα.

Μετά το τελευταίο της χειρουργείο, μου την παρέδωσαν χαμογελαστή. Και από τότε, δε σταμάτησε να χαμογελάει. Ήταν δώρο ζωής για μένα, να βλέπω πάλι το παιδί μου, το τόσο πονεμένο παιδί μου, να χαμογελάει ξανά τόσο πολύ. Με την πάροδο του χρόνου και την εντατική βοήθεια των γιατρών, είπε και τις πρώτες της λέξεις. «Ναι» και «Όχι». Το άκουσμα της φωνής της πάλι, ήταν βάλσαμο. Όλα άλλαζαν. Όλα θα πήγαιναν καλά. Θα τα καταφέρεις, μωρό μου. Είμαι σίγουρη ότι σε λίγο καιρό θα μπορούμε και πάλι να μιλάμε, όπως παλιά.

Το παιδί μου έκλεισε τα δεκαοκτώ του χρόνια μέσα στο ΚΑΤ. Δεν έπρεπε. Δεν έπρεπε να είναι καθηλωμένη σε ένα κρεβάτι. Έπρεπε να κάνει πάρτυ με τις φίλες της, να σπουδάζει, να ερωτεύεται. Κάποιος επέλεξε να μην είναι έτσι η κατάσταση στη ζωή της. Δεν του κρατώ κακία. Δεν του κακιώνω, γιατί ήταν ψυχικά άρρωστος. Θυμώνω όμως, γιατί το κακό που ήθελε να κάνει σε εμένα, το έκανε στο σπλάχνο μου. Στο ίδιο του το παιδί. Και όταν έρθει η στιγμή να εξηγήσω στο παιδί μου το τι έγινε, θα φροντίσω να την κάνω να καταλάβει ότι δεν ήταν ο μπαμπάς της αυτός που την έβλαψε, αλλά ένας άλλος άνθρωπος, ένας άρρωστος άνθρωπος που δεν ήξερε τι έκανε.

Μέσα σε όλο αυτόν τον αγώνα, μας γονάτισε και το κράτος ακόμα περισσότερο. Το παιδί μου πρέπει να νοσηλευτεί σε ιδιωτική εξειδικευμένη κλινική. Πούλησα τα πάντα, δέχτηκα τη βοήθεια φίλων και γνωστών, ακόμα και ατόμων που δε μας ήξεραν, που ήθελαν να βοηθήσουν το κορίτσι μου. Όμως αυτά τα χρήματα τελείωσαν. Και το κράτος, αυτό το μεγαθηρίο με το άπληστο πρόσωπο, έκρινε ότι το παραπληγικό παιδί μου, το πλάσμα αυτό που ζει με επιληπτικές κρίσεις και δεν μπορεί να κουνηθεί εκούσια, δε δικαιούται επίδομα κρατικού φορέα. Δεν είναι, είπαν 100% παραπληγική, αλλά 99%. Να τα ακούς και να γελάς και να κλαις ταυτόχρονα.

Φώναξα, ούρλιαξα, μάτωσε η ψυχή μου από τον πόνο. Κοίταζα το παιδί μου στα μάτια και έτρεμα για το μέλλον του. Ακόμα τρέμω. Και πάλι φωνάζω και πάλι ουρλιάζω και δε με ακούει κανείς και πάλι από την αρχή. Και δε θα σταματήσω να το κάνω. Γιατί της το υποσχέθηκα. Γιατί το παιδί μου έχει τόσο δικαίωμα στη ζωή, όσο οποιοδήποτε άλλο. Δεν είναι «βάρος», δεν είναι αδύναμη, ούτε αναίτιος λόγος ύπαρξης, όσο κι αν μας αντιμετωπίζουν έτσι οι επιτροπές και τα υπουργεία.

Δε θα σταματήσω ποτέ να προσπαθώ, όχι μόνο για το μέλλον του παιδιού μου, αλλά για όλα εκείνα τα παιδιά που είναι ήρωες στα μάτια μας. Που δεν μπορούν να βγουν και να το πουν, αλλά και που δε θα το έκαναν γιατί είναι αξιοπρεπή άτομα. Για όλες εκείνες τις μάνες, σαν κι εμένα που η κάθε ανάσα τους βγάζει πόνο και δάκρυ. Για όλα εκείνα τα πράγματα που εμείς θεωρούμε αυτονόητα και καθημερινά, ενώ τα παιδιά μας δίνουν έναν τιτάνιο αγώνα να καταφέρουν.

Ναι, είμαι ονειροπόλα. Ονειρεύομαι ένα κράτος πρόνοιας, ονειρεύομαι και πασχίζω να δω το παιδί μου να ζει ξανά, όπως του αξίζει να ζει. Όρθια, στα δυο της πόδια να χαμογελά και να τα βλέπει όλα αυτά, σαν έναν άσχημο εφιάλτη που έλαβε τέλος.

Δε θα σταματήσω να είμαι δίπλα της, ούτε λεπτό, ό,τι κι αν μου κοστίσει αυτό. Είναι η μόνη μου προτεραιότητα. Είναι η ζωή μου όλη. Στο ορκίστηκα, μωρό μου, ότι θα κάνω τα πάντα. Έχεις δικαίωμα στη ζωή, ψυχή μου. Μέχρι την τελευταία σου ανάσα, θα ζήσεις με αξιοπρέπεια. Στο ορκίζομαι, Άσπα μου…

Όποιος μπορεί και θέλει να βοηθήσει την Άσπα να χαμογελάσει ξανά, μπορεί να ενισχύσει με τον τρόπο που μπορεί τον αγώνα της στον κάτωθι τραπεζικό λογαριασμό:

Τράπεζα Πειραιώς: Αριθμός Λογαριασμού 5500-020225-972

IBAN : GR6301725000005500020225972

Όνομα κατόχου: Σπυριδούλα Φατούρου του Νικολάου και Καλλιόπη Φατούρου.

http://www.ilov.gr/

Comments

Comments are closed.